- κιονίσκου
- κιονίσκοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άρπα — Μουσικό όργανο με χορδές που κρούονται. Η ά. σε σχήμα σχεδόν τριγωνικό απαρτίζεται από διάφορα στοιχεία. Το επίμηκες ηχείο της ενώνεται λοξά προς τα κάτω με τον κατακόρυφο κιονίσκο και προς τα επάνω με τον χορδοστάτη απ’ όπου ξεκινούν, τεντωμένες … Dictionary of Greek
Μουσείο, Βυζαντινό και Χριστιανικό Αθηνών — Ιδρύθηκε το 1914 και στεγάζεται από το 1930 στη βίλα Ιλίσσια (Βασιλίσσης Σοφίας 22), που άρχισε να χτίζεται το 1840 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Σταμάτη Κλεάνθη για τη Γαλλίδα φιλελληνίδα Sοphie de Marbοis Lebrun, δούκισσα της Πλακεντίας (1785 1854) … Dictionary of Greek